- μυκήτωμα
- το [μύκης]1. ιατρ. φλεγμονώδης υποδόριος ψευδοόγκος, που συνήθως εντοπίζεται στα κάτω άκρα, αλλά ορισμένες φορές και σε άλλα μέρη τού σώματος2. εντομολ. σύνολο συμβιωτικών κυττάρων που βρίσκονται στο έντερο μερικών ειδών εντόμων και καλούνται μυκητοκύτταρα και τα οποία εκκρίνουν βιταμίνες ή αυξητικούς παράγοντες απαραίτητους για την ανάπτυξη τών εντόμων αυτών.
Dictionary of Greek. 2013.